φυγαδικός

φυγαδικός
-ή, -όν, Α [φυγάς, -άδος]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε φυγάδα («φυγαδικὴ νῆσος», Πλούτ.)
2. (το αρσ. στον πληθ. ή το ουδ. στον εν. ως ουσ.) oἱ φυγαδικοί ή τὸ φυγαδικόν
οι φυγάδες.
επίρρ...
φυγαδικῶς Α
κατά τον τρόπο τών φυγάδων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φυγαδικῶν — φυγαδικός of fem gen pl φυγαδικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυγαδικόν — φυγαδικός of masc acc sg φυγαδικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυγαδικαῖς — φυγαδικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυγαδικούς — φυγαδικός of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυγαδικῆς — φυγαδικός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυγαδική — φυγαδικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυγαδικήν — φυγαδικός of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυγαδικῶς — φυγαδικός of adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυγαδικάς — φυγαδικά̱ς , φυγαδικός of fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”