- φυγαδικός
- -ή, -όν, Α [φυγάς, -άδος]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε φυγάδα («φυγαδικὴ νῆσος», Πλούτ.)2. (το αρσ. στον πληθ. ή το ουδ. στον εν. ως ουσ.) oἱ φυγαδικοί ή τὸ φυγαδικόνοι φυγάδες.επίρρ...φυγαδικῶς Ακατά τον τρόπο τών φυγάδων.
Dictionary of Greek. 2013.